ραδιοτηλεγραφία

ραδιοτηλεγραφία
η, Ν
(τηλεπικοιν.) σύστημα τηλεγραφίας που χρησιμοποιεί τις ιδιότητες τών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων για τη μεταβίβαση τηλεγραφικών μηνυμάτων, αλλ. ασύρματη τηλεγραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotelegraphy (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλεγραφία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραδιοτηλεγραφία — η η ασύρματη τηλεγραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραδιοτηλεγραφικός — ή, ό, Ν [ραδιοτηλεγραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοτηλεγραφία. επίρρ... ραδιοτηλεγραφικώς και ραδιοτηλεγραφικά Ν με ραδιοτηλεγραφικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοεπικοινωνία — η, Ν (ραδιοηλ.) ανταλλαγή μηνυμάτων από απόσταση, όταν αυτή πραγματοποιείται με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, είτε με τη ραδιοτηλεφωνία είτε με τη ραδιοτηλεγραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφία — η, Ν τηλεπ. 1. σύστημα τηλεπικοινωνίας με το οποίο διαβιβάζονται ηλεκτρικώς, ακουστικώς ή οπτικώς πληροφορίες κωδικοποιημένες βάσει ενός συμβολικού αλφαβήτου 2. ο κλάδος τής ηλεκτρολογίας που μελετά τις μεθόδους και τα μέσα τής τηλεγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • Μπράουν, Καρλ Φέρντιναντ — (Karl Ferdinand Braun, Φούλντα 1850 – Νέα Υόρκη 1918). Γερμανός φυσικός. Πρωτοπόρος της ραδιοτηλεγραφίας, τιμήθηκε το 1909 –από κοινού με τον Μαρκόνι– με το βραβείο Νόμπελ. Κατέλαβε αρχικά την έδρα της φυσικής στο πανεπιστήμιο του Τίμπιγκεν και… …   Dictionary of Greek

  • Ποπώφ, Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς — Ρώσος φυσικός (Τουρίνσκιε Ρούντνικι, Περμ 1859 – Πετρούπολη 1905), γνωστός για τα πειράματά του για τη λήψη των ραδιοκυμάτων. Έζησε ταπεινά, αφοσιωμένος στην επιστήμη. Γιος ιερέα, έκανε τις πρώτες σπουδές του στις ιερατικές σχολές του Δαλματόφ,… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτεχνία — η ραδιοτηλεγραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”